σκατολόγος

σκατολόγος
-α, -ο, Ν
αυτός που χρησιμοποιεί στον λόγο του ή στα γραπτά του χυδαίες λέξεις και εκφράσεις, βωμολόχος, χυδαιολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκατό + -λόγος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκατολογία — η, Ν 1. το να μεταχειρίζεται κανείς συχνά στον λόγο του τη λέξη σκατό, βωμολοχία, χυδαιολογία 2. ιδιαίτερη προτίμηση τών πραγματιστών συγγραφέων στη χρησιμοποίηση χυδαίων λέξεων και στην αναπαράσταση βρομερών πραγμάτων και καταστάσεων 3. ιατρ.… …   Dictionary of Greek

  • σκατολογικός — ή, ό, Ν [σκατολόγος] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στον σκατολόγο ή στη σκατολογία …   Dictionary of Greek

  • σκατολογώ — έω, Ν [σκατολόγος] χρησιμοποιώ στον λόγο μου ή στα γραπτά μου χυδαίες λέξεις και εκφράσεις, βωμολοχώ, χυδαιολογώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”